ομφαλοσκόπος

ομφαλοσκόπος
ο
1. αυτός που επιδίδεται στην ομφαλοσκοπία.
2. μτφ., μοιρολάτρης, αδρανής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομφαλοσκόπος — ο 1. αυτός που ατενίζει εντατικά και για πολλή ώρα τον ομφαλό του με σκοπό να έλθει σε κατάσταση έκστασης 2. ομφαλόψυχος 3. μτφ. αυτός που έχει μοιρολατρική αδράνεια, που από οκνηρία σκέψεως ή νωθρότητα δεν καταβάλλει την απαιτούμενη ενέργεια για …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοσκοπώ — [ομφαλοσκόπος] είμαι ομφαλοσκόπος …   Dictionary of Greek

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοσκοπία — η [ομφαλοσκόπος] 1. ομφαλομαντεία 2. τρόπος με τον οποίο κατορθώνει κάποιος να έλθει σε έκσταση κοιτάζοντας εντατικά και για πολλή ώρα τον ομφαλό του 3. μτφ. μοιρολατρική αδράνεια …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοψυχίτης — ο (Μ ὀμφαλοψυχίτης) [ομφαλόψυχος] ομφαλόψυχος, ομφαλοσκόπος …   Dictionary of Greek

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοσκοπώ — ομφαλοσκόπησα, είμαι ομφαλοσκόπος, ασχολούμαι με την ομφαλοσκοπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”